- σύνθλαση
- η, Νθρυμμάτισμα που οφείλεται σε σύνθλιψη ή σε σύγκρουση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύνθλασις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθλάσῃ — συνθλά̱σῃ , συνθλάω crush together aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) συνθλά̱σῃ , συνθλάω crush together aor subj act 3rd sg (doric aeolic) συνθλά̱σῃ , συνθλάω crush together fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) συνθλάω crush together aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθλασμός — ὁ, Α [συνθλῶ] 1. συνθλαση 2. συνεκδ. σύγκρουση με κάτι άλλο («συνθλασμὸν ἤ συντριμμὸν ὀδόντων», Ησύχ.) … Dictionary of Greek